- μεσόεις
μεσόεις, εσσα, εν, = μεσήεις, Maneth. 4, 65, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσόεις, εσσα, εν, = μεσήεις, Maneth. 4, 65, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσόεις — μεσόεις, εσσα, εν (Α) μέσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις)] … Dictionary of Greek
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek