- μεστότης
μεστότης, ητος, ἡ, die Anfüllung, Fülle.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεστότης, ητος, ἡ, die Anfüllung, Fülle.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεστότης — fullness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεστότητα — μεστότης fullness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεστότητι — μεστότης fullness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεστότητος — μεστότης fullness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεστότητα — η (Α μεστότης) [μεστός] η ιδιότητα τού μεστού, το να είναι κάτι μεστό … Dictionary of Greek