ξεστός

ξεστός

ξεστός, geschabt, durch Behauen, Schaben, Hobeln u. dgl. geglättet u. polirt, bes. von Holzsachen; οὐδός, Od. 18, 33; ἵππος, vom hölzernen Pferde, 4, 272; ἐφόλκαιον, 14, 350; τράπεζα, 1, 138; ἐλάται, 12, 172; auch von behauenen, polirten Steinen, ἐπὶ ξεστοῖσι λίϑοις Il. 18, 504, öfter; τετυγμένα δώματα Κίρκης ξεστοῖσιν λάεσσι, Od. 10, 211; so auch ξεστῇς αἰϑούσῃσι zu nehmen, Il. 6, 243, vgl. 20, 11; von Horn, διὰ ξεστῶν κεράων Od. 19, 566. So auch die Folgdn; ξεστᾷ ἀπήνᾳ Pind. P. 4, 94, δίφρος P. 2, 10, πέτρος N. 10, 67; τύμβος, τάφος, Eur. Alc. 839 Hel. 992; πόλεως ἀγυιαί, Hero. Eur. 782; πίναξ, Ar. Thesm. 778; λίϑος, Her. 2, 124; Sp., bei denen es übh. glatt, kahl bedeutet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξεστός — hewn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστός — ή, ό (Α ξεστός, ή, όν) (συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα) 1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο 2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ξεστά — ξεστός hewn neut nom/voc/acc pl ξεστά̱ , ξεστός hewn fem nom/voc/acc dual ξεστά̱ , ξεστός hewn fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστόν — ξεστός hewn masc acc sg ξεστός hewn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεσταῖς — ξεστός hewn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεσταί — ξεστός hewn fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοῖο — ξεστός hewn masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοῖς — ξεστός hewn masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοῖσι — ξεστός hewn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοῖσιν — ξεστός hewn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεστοί — ξεστός hewn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”