μεστός

μεστός

μεστός, angefüllt, voll, im eigentlichen Sinn u. übertr., bes. von schlimmen Dingen; ὃς ἐποίησεν τὴν πόλιν ἡμῶν μεστὴν εὑρὼν ἐπιχειλῆ, Ar. Equ. 811; c. gen., πλούτου, Plut. 188. 193; μεστὰ λίϑων καὶ γῆς, Plat. Legg. XII, 967 c; ὑποψίας καὶ δείματος, Rep. I, 330 e; κακίας μεστὴ γίγνεται ἡ ψυχή, Crat. 415 c; ϑορύβου, Conv. 223 b, u. ähnlich oft, u. Folgde; κῶμαι μεσταὶ σίτου καὶ οἴνου, Xen. An. 1, 5, 19; μεστὴ πολλῶν κακῶν, Dem. 2, 14. – Auch c. part., ἡνίκ' ἤδη μεστὸς ἦν ϑυμούμενος, Soph. O. C. 772, wie μεστὸς ἐγένετο ἀγανακτῶν, er hatte sich satt gescholten, Dem. 48, 28, u. anders, φυλάττει ὁπηνίκα ὑμεῖς ἐστε μεστοὶ τοῦ ἀεὶ λέγοντος, bis ihr den Redner satt, zum Ueberdruß, gehört habt, 18, 308; Luc. Nigr. 36 vrbdt auch τοξόται μεστοὶ τὰς φαρέτρας λόγων; Plut. Alex. 13 μεστὸς ὢν ἤδη τὸν ϑυμόν, des Zornes satt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεστός — full masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους 37 μάρτυρες της περιόδου των Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) στη Βιζύη και στη Φιλιππούπολη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Αυγούστου. * * * ή, ό (ΑM μεστός, ή, όν) πλήρης,… …   Dictionary of Greek

  • μεστός — ή, ό 1. γεμάτος, πλήρης: Βαρέλι μεστό με κρασί. 2. ώριμος, γινωμένος, μεστωμένος: Κόψαμε τα μεστά σταφύλια. 3. γεροδεμένος, σφιχτός: Οι αθλητές με τα μεστά κορμιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεστά — μεστός full neut nom/voc/acc pl μεστά̱ , μεστός full fem nom/voc/acc dual μεστά̱ , μεστός full fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεστότερον — μεστός full adverbial comp μεστός full masc acc comp sg μεστός full neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεστῶν — μεστός full fem gen pl μεστός full masc/neut gen pl μεστόω fill full of pres part act masc voc sg (doric aeolic) μεστόω fill full of pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μεστόω fill full of pres part act masc nom sg μεστόω fill full… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεστόν — μεστός full masc acc sg μεστός full neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεστότατα — μεστός full adverbial superl μεστός full neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσταῖς — μεστός full fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσταί — μεστός full fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεστοτέρους — μεστός full masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”