μεσσήρης

μεσσήρης

μεσσήρης, ες, u. μεσσόθι, poet. = μεσήρης, μεσόϑι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεσσήρης — μεσσήρης, ῆρες (Α) βλ. μεσήρης …   Dictionary of Greek

  • μεσσήρης — μεσήρης in the middle masc/fem acc pl (attic epic doric) μεσήρης in the middle masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) μεσήρης in the middle masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσήρης — και ποιητ. τ. μεσσήρης, ῆρες (Α) αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μέσος ή μεσαίος («πρός... γαίας μεσσήρεις ἕδρας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. ήρης (πρβλ. ποδ ήρης). Για τον τ. με δύο σ βλ. λ. μέσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”