- μεσσάτιος
μεσσάτιος u. μέσσατος, poet. = μεσάυιος, μέσατος, für μέσος, die erstere Form hat Callim., Mens. Rom. 11 (IX, 384), die letztere Hom., ἐν μεσσάτῳ, = ἐν μέσῳ, Il. 8, 223. 11, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσσάτιος u. μέσσατος, poet. = μεσάυιος, μέσατος, für μέσος, die erstere Form hat Callim., Mens. Rom. 11 (IX, 384), die letztere Hom., ἐν μεσσάτῳ, = ἐν μέσῳ, Il. 8, 223. 11, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέσσατος — μέσσατος, αττ. τ. μέσατος, η, ον, επικ. τ. μεσσάτιος, α, ον (Α) 1. ο μεσαίος, αυτός που βρίσκεται στο μέσο 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μέσατος ο διαιτητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι σχηματισμένος κατά τα έσχατος, νείατος, αλλά δεν χρησιμοποιείται ως… … Dictionary of Greek
υστάτιος — ίη, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. ύστατος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατίη το τέλος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑστάτιον για τελευταία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὕστατος, κατά το μεσσάτιος: μέσσατος*] … Dictionary of Greek