- μεσσηγύς
μεσσηγύς, poet. = μεσηγύ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσσηγύς, poet. = μεσηγύ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσσηγύς — μεσηγύ in the middle epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσηγύ — και επικ. τ. μεσσηγύ και μεσσηγύς και μεσηγύς (Α) επίρρ. 1. στο μέσο, καταμεσίς («οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς», Ομ. Ιλ.) 2. χρον. εν τω μεταξύ 3. μεταξύ, ανάμεσα (ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς», Ομ. Ιλ.) 4. (ως ουδ. ουσ. τὸ μεσηγύ το μέρος που… … Dictionary of Greek
μεσσηγύ — και μεσσηγύς (Α) επίρρ. (επικ. τ.) βλ. μεσηγύ … Dictionary of Greek