μεστόω

μεστόω

μεστόω, vollmachen, anfüllen, erfüllen; ἐμεστώϑη μέγας αἰϑήρ, mit Staub, Soph. Ant. 416; πᾶς ἐμεστώϑη δρόμος κτύπου κροτητῶν ἁρμάτων, El. 703; übertr., πρὶν ὀργῆς κἀμὲ μεστῶσαι, Ant. 280; μὴ οὐχ ὕβρεως τε καὶ ἀδικίας μεστοῦσϑαι, Plat. Legg. IV, 713 e; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεμεστωμένα — μεστόω fill full of perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμεστωμένᾱ , μεστόω fill full of perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμεστωμένᾱ , μεστόω fill full of perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεστοῖ — μεστόω fill full of pres ind mp 2nd sg μεστόω fill full of pres opt act 3rd sg μεστόω fill full of pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμεστωμέναι — μεστόω fill full of perf part mp fem nom/voc pl μεμεστωμένᾱͅ , μεστόω fill full of perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμεστωμένον — μεστόω fill full of perf part mp masc acc sg μεστόω fill full of perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμεστωμένων — μεστόω fill full of perf part mp fem gen pl μεστόω fill full of perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμεστωμέναις — μεστόω fill full of perf part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμεστωμένη — μεστόω fill full of perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμεστωμένην — μεστόω fill full of perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμεστωμένης — μεστόω fill full of perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμεστωμένοι — μεστόω fill full of perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμεστωμένοις — μεστόω fill full of perf part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”