- μεροπήϊος
μεροπήϊος, menschlich, bei sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 364 Man. 4, 215.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεροπήϊος, menschlich, bei sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 364 Man. 4, 215.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεροπήιος — μεροπήϊος, ον, θηλ. και μεροπηΐς, ΐδος (Α, Μ μερόπειος, α και η, ον) ανθρώπινος, θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ, οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, υμεν ήιος)] … Dictionary of Greek
μεροπήιος — human masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεροπήιον — μεροπήιος human masc/fem acc sg μεροπήιος human neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεροπήια — μεροπήιος human neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεροπηίς — μεροπηΐς, ΐδος, ἡ (Α) βλ. μεροπήιος … Dictionary of Greek
μερόπειος — μερόπειος, εία, ον (Μ) βλ. μεροπήιος … Dictionary of Greek