μεροπηΐς, ίδος, ἡ, fem. zum Vor., Opp. Cyn. 1, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεροπηίς — μεροπηΐς, ΐδος, ἡ (Α) βλ. μεροπήιος … Dictionary of Greek
μεροπήιος — μεροπήϊος, ον, θηλ. και μεροπηΐς, ΐδος (Α, Μ μερόπειος, α και η, ον) ανθρώπινος, θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ, οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, υμεν ήιος)] … Dictionary of Greek