- μερ-άρχης
μερ-άρχης, ὁ, Anführer einer Heeresabtheilung von 2048 Mann, Ael. Tact.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μερ-άρχης, ὁ, Anführer einer Heeresabtheilung von 2048 Mann, Ael. Tact.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεριδάρχης — μεριδάρχης, ὁ (Α) διοικητής επαρχίας ή διαμερίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερίς, ίδος + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. μερ άρχης] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek