- ναύ-πρηστις
ναύ-πρηστις, ἡ, die Schiffe anzündend, verbrennend, E. M. 598, 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναύ-πρηστις, ἡ, die Schiffe anzündend, verbrennend, E. M. 598, 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνόπρηστις — ή κυνόπριστις, ιδος, ἡ (Α) δηλητηριώδες σκαθάρι τού οποίου το δάγκωμα είναι θανατηφόρο για τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + πρηστις (< θ. πρη τού πίμπρημι πρβλ. αόρ. πρή σαι), πρβλ. ναύ πρηστις] … Dictionary of Greek