- δύπτω
δύπτω, untertauchen; κεφαλὰς εἰς ὕδωρ Ap. Rh. 1, 1008; intr., 1, 1326; auch Lycophr. 715.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δύπτω, untertauchen; κεφαλὰς εἰς ὕδωρ Ap. Rh. 1, 1008; intr., 1, 1326; auch Lycophr. 715.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δύπτω — (Α) βουτώ, δύομαι … Dictionary of Greek
δύπτω — δύπτης diver masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… … Dictionary of Greek
deu-1 — deu 1 English meaning: to plunge, to penetrate into Deutsche Übersetzung: “einsinken, eindringen, hineinschlũpfen” Material: O.Ind. upü du “ to go into, (of clothes), to put on, to wear, assume the person of, enter, press into,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
gʷēbh-1 (or gʷābh-?), gʷǝbh- — gʷēbh 1 (or gʷābh ?), gʷǝbh English meaning: to sink, submerge, plunge Deutsche Übersetzung: “eintauchen, versenken, versinken” Material: Gk. βάπτω “tauche ein”, βαφῆναι, βαφή “das Eintauchen, Färben” (Eol. βύπτειν βαπτίζειν Hes.… … Proto-Indo-European etymological dictionary