- βαύ
βαύ, βαύ, Gebell des Hundes, com. bei Ios. Alex. de acc. p. 32, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαύ, βαύ, Gebell des Hundes, com. bei Ios. Alex. de acc. p. 32, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαυ — βαύ (Α) βλ. βαβ … Dictionary of Greek
Marcosians — Gnosticism This article is part of a series on Gnosticism History of Gnosticism … Wikipedia
βαΰζω — και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω) 1. (για σκύλο) γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω νεοελλ. κλαίω σαν μικρό παιδί αρχ. 1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω 2. απειλώ κεκαλυμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που … Dictionary of Greek
δίγαμμα — To έκτο γράμμα (F) του φοινικικού αλφάβητου, το οποίο ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του που μοιάζει με διπλό κεφαλαίο Γ και προφερόταν βαυ, γιατί παρίστανε έναν φθόγγο σαν το σημερινό Β ή σαν μισό ου. Οι Έλληνες, μαζί με τα άλλα γράμματα του… … Dictionary of Greek
bau — bau English meaning: sound of barking Deutsche Übersetzung: Nachahmung of Hundegebells, Schreckwort Material: Gk. βαὺ βαὺ “ dog barking “, βαΰζω “ barks, blasphemes “, Βαυβώ “ bugbear, Hecate “, Lat. baubor, ürī “ to bark gently… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Digamma — This article is about the Greek letter. For the mathematical function, see digamma function. Greek alphabet … Wikipedia
TAAUTES — fil. Misoris, ut habet Sanchoniathon, apud Eusebium, Praepar. Euangel. l. 1. artem scribendi reperit, primusque rerum gestarum Commentarios reliquit: ac Aegyptiis quidem Θωὼρ, vel potius Θωὺθ, Alexandrinis autem Θὼδ, Graecis Ε῾ρμῆς dictus est.… … Hofmann J. Lexicon universale
αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… … Dictionary of Greek
βαβ — και βάου και γαβ και γάου (Α βαύ) ο χαρακτηριστικός ήχος του γαυγίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
βαυκαλώ — βαυκαλῶ ( άω) (Α) 1. βαυκαλίζω 2. κραυγάζω 3. φροντίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βαυκαλώ συνδέεται σημασιολογικά με το βαυβώ* και υποστηρίχτηκε ότι αρχικά ήταν σύνθετο (βαυ + κηλώ «μαγεύω, τέρπω, θέλγω»). Κατ άλλους όμως τα βαυκαλώ και βαυκαλίζω… … Dictionary of Greek
νυκτιβαύ — νυκτιβαῡ (Α) (άκλ., αλλά υπάρχει γεν. νυκτιβαοῡτος) νυκτικόραξ, νυχτοκόρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πιθ. βαῦ, μίμηση τού γαυγίσματος τών σκύλων] … Dictionary of Greek