δόλιος

δόλιος

δόλιος, α, ον, att. auch 2 Endgn, δόλιος τέχνη Eur. Alc. 34, öfter; listig, schlau; Homer viermal, von Sachen: Odyss. 4, 792 δόλιον κύκλον, das Jägernetz oder ein Kreis, den die Personen der Jäger bilden; 4, 455 δολίης τέχνης; 4, 529 δολίην τέχνην; 9, 282 δολίοις ἐπέεσσιν; vgl. über den Accent Herodian. Scholl. Iliad. 5, 39 (der Eigenname Δολίος, das Adject. δόλιος); – Hes. Th. 160; ὄμμα Aesch. Prom. 569; πειϑώ Ch. 715; Hermes, Ar. Plut. 1157; Soph. Phil. 133; Ὀδυσσεύς, ἀγυρτής, 604 O. R. 388; vgl. Ai. 47. Einzeln auch in Prosa, Xen. An. 1, 4, 7; Pol. 22, 17 u. Sp., wie δολιώτατος ἁνήρ Ios. – Adv., LXX., Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δόλιος — crafty masc nom sg δόλιος crafty masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δολίος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δόλιος — crafty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλιος — (I) α, ο (Μ δόλιος, α, ον) 1. ταλαίπωρος, δύστυχος, κακότυχος 2. (για χρονιά) καταραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. δόλιος (ΙΙ)* ή < δείλαιος η διαφορά τού δόλιος (Ι) από το δόλιος (ΙΙ) όχι μόνο σημασιολογική αλλά και φωνολογική (το ι τού δόλιος (Ι) …   Dictionary of Greek

  • δόλιος — α, ο επίρρ. α 1. δολερός, ανειλικρινής. 2. κακότυχος, ταλαίπωρος: Ο δόλιος άνθρωπος έμεινε εντελώς μόνος στη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δολιώτερον — δόλιος crafty adverbial comp δόλιος crafty masc acc comp sg δόλιος crafty neut nom/voc/acc comp sg δόλιος crafty masc acc comp sg δόλιος crafty neut nom/voc/acc comp sg δόλιος crafty adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολίως — δόλιος crafty adverbial δόλιος crafty masc acc pl (doric) δόλιος crafty adverbial δόλιος crafty masc/fem acc pl (doric) δολιόω deal treacherously with imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλιον — δόλιος crafty masc acc sg δόλιος crafty neut nom/voc/acc sg δόλιος crafty masc/fem acc sg δόλιος crafty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολίων — δόλιος crafty fem gen pl δόλιος crafty masc/neut gen pl δόλιος crafty masc/fem/neut gen pl δολιόω deal treacherously with imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δολιόω deal treacherously with imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιώτατος — δόλιος crafty masc nom superl sg δόλιος crafty masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιώτερα — δόλιος crafty neut nom/voc/acc comp pl δόλιος crafty neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”