δόλος

δόλος

δόλος, (vgl. δέλος, δείλατα, δέλεαρ u. Lat. dolus). 1) Köder, Lockspeise, für Fische Od. 12, 252; jedes Mittel, um Einen zubetrügen u. zu fangen wie das trojanische Pferd, Odyss. 8, 494 ἵππου δουρατέου, ὅν ποτ' ἐς ἀκρόπολιν δόλον ἤγαγε δῖος Ὀδυσσεύς, Aristarch u. Aristophanes Byz. lasen δόλῳ, s. Scholl. Didym.; die Fesseln, in denen Hephästus den Ares fängt, 8, 276; Batrach. 116 ist ξύλινος δ. die Mausefalle. – 2) übh. List, listiger Anschlag; Hom. u. Folgde; καὶ μήδεα Il. 3, 702; πολυμηχανίη τε Od. 23, 321; καὶ μηχαναί Plat. Rep. VIII, 548 a; Ggstz ist offene Gewalt, δόλῳ ἠὲ βίηφιν Od. 9, 406; ἔπεφνε δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε Il. 7, 142; κατ' ἰσχύν Aesch. Prom. 213; πρὸς βίαν Soph. Phil. 91; den ἁπλοῖ τρόποι entgeggstzt Ar. Plut. 1159; – ähnl. in Prosa.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δόλος — bait masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας …   Dictionary of Greek

  • δόλος — ο 1. η βούληση ή ο τρόπος για παραπλάνηση, πανουργία: Της πήρε ό,τι είχε και δεν είχε χρησιμοποιώντας δόλο. 2. (νομ.), η εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, για την οποία ο δράστης γνωρίζει ότι είναι άνομη: Είναι ένοχος, γιατί ενέργησε με δόλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δόλοι — δόλος bait masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοιο — δόλος bait masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοις — δόλος bait masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοισι — δόλος bait masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοισιν — δόλος bait masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλον — δόλος bait masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλου — δόλος bait masc gen sg δολόω beguile pres imperat act 2nd sg δολόω beguile imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλους — δόλος bait masc acc pl δολόω beguile imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”