δόλιχος

δόλιχος

δόλιχος, , 1) die lange Rennbahn, von στάδιον unterschieden, nach Suid. u. Schol. Soph. El. 686 20 Stadien lang, welche siebenmal, dreimal hin u. zurück, u. wieder bis ans Ziel (vgl. Schol. Ar. Nub. 28) durchlaufen werden mußte (140 Stadien = 3 1/2 deutsche Meile); δόλιχον ϑεῖν, Xen. An. 4, 8, 27; ὁ τὸν δόλιχον ἁμιλλησόμενος Plat. Legg. VIII, 833 b; δόλιχον νικᾶν, im Dauerlaufe siegen, Luc. Hist. conscr. 50; es kommt auch ein δόλιχος ἵππιος vor, Inscr. 1515. – Uebertr., δόλιχον τοῖς ἔτεσι τρέχειν, Epicrat. Com. bei Ath. XII, 570 d. – 2) eine längliche Hülsenfrucht; Theophr.; Anaxandr. Ath. IV, 131 (v. 43).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δολιχός — δολιχός, ή, όν (AM) 1. μακρύς, επιμήκης 2. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, μακροχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ΙΕ τ. με σημασία «μακρύς», που εμφανίζει δισύλλαβη ρίζα *doligh και συνδέεται τόσο με μονοσύλλαβα όσο και με δισύλλαβα μορφήματα άλλων γλωσσών …   Dictionary of Greek

  • δολιχός — long masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλιχος — the long course masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλιχος — ο (AM δόλιχος) 1. αγώνισμα δρόμου αντοχής (περ. 5 χιλιομέτρων) 2. (για χρόνο ή ενέργεια) έκταση πέρα από το κανονικό 3. μέτρο μήκους ίσο με 12 στάδια 4. το φυτό σμίλαξ η κηπαία, αμπελοφάσουλο …   Dictionary of Greek

  • δολιχά — δολιχός long neut nom/voc/acc pl δολιχά̱ , δολιχός long fem nom/voc/acc dual δολιχά̱ , δολιχός long fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχώτερον — δολιχός long adverbial comp δολιχός long masc acc comp sg δολιχός long neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχῶν — δολιχός long fem gen pl δολιχός long masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχόν — δολιχός long masc acc sg δολιχός long neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχώτατον — δολιχός long masc acc superl sg δολιχός long neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχαῖς — δολιχός long fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιχαί — δολιχός long fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”