- δόξις
δόξις, ἡ, = δόξα, Democrit. bei Sext. Emp. adv. math. 7, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δόξις, ἡ, = δόξα, Democrit. bei Sext. Emp. adv. math. 7, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δόξις — δόξις, η (Α) δοξασία, γνώμη … Dictionary of Greek
δόξις — δόξῑς , δόξις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) δόξις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξει — δόξις fem nom/voc/acc dual (attic epic) δόξεϊ , δόξις fem dat sg (epic) δόξις fem dat sg (attic ionic) δοκέω expect aor subj act 3rd sg (epic) δοκέω expect fut ind mid 2nd sg δοκέω expect fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξεις — δόξις fem nom/voc pl (attic epic) δόξις fem nom/acc pl (attic) δοκέω expect aor subj act 2nd sg (epic) δοκέω expect fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξι — δόξις fem voc sg δόξῑ , δόξις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξιν — δόξις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДЕМОКРИТ — ДЕМОКРИТ (Δημόκριτος) из Абдеры (ок. 460/457 ок. 360 до н. э.), греческий философ, основоположник атомистического учения. Жизнь и сочинения. Родился в г. Абдера во Фракии. Дата рождения философа уже в Античности была спорным вопросом:… … Античная философия
επιρρύσμιος — ἐπιρρύσμιος, η, ον (Α) 1. αυτός που χύνεται, που ρέει κάπου 2. συμπτωματικός, τυχαίος («ἐτεῇ οὐδὲν ἴσμεν περὶ οὐδενός, ἀλλ’ ἐπιρρυσμίη ἑκάστοισιν ἡ δόξις», Δημόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρυσμός, ιων. τ. αντί ρυθμός, που συνδέεται πιθ. με το ρέω] … Dictionary of Greek
δόξ' — δόξαι , δόξα expectation fem nom/voc pl δόξᾱͅ , δόξα expectation fem dat sg (doric aeolic) δόξι , δόξις fem voc sg δόξαι , δοκέω expect aor imperat mid 2nd sg δόξαι , δοκέω expect aor inf act δόξα , δοκέω expect aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξη — δόξα expectation fem nom/voc sg (attic epic ionic) δόξις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξηι — δόξῃ , δόξα expectation fem dat sg (attic epic ionic) δόξις fem dat sg (epic) δόξῃ , δοκέω expect aor subj mid 2nd sg δόξῃ , δοκέω expect aor subj act 3rd sg δόξῃ , δοκέω expect fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)