δόναξ

δόναξ

δόναξ, ακος, ὁ, das Rohr; Dorisch δῶναξ, Ionisch δοῠναξ; von δονέω, weil es im Winde schwankt; das Wort ist poet., = pros. κάλαμος. Apoll. Lex. Hom. p. 59, 29 Δόνακας· καλάμους. Bei Homer δόναξ dreimal: Odyss. 14, 474 ἂν δόνακας καὶ ἕλος; Iliad. 10, 467 συμμάρψας δόνακας; Iliad. 11, 584 ἐκλάσϑη δὲ δόναξ, der (von Rohr gemachte) Schaft des Pfeiles, vgl. Scholl. Aristonic. – Folgende: 1) Rohr; δόνακες καλάμοιο, Rohrhalme, H. h. Merc. 47; στέφει ἑαυτὸν δόναξι Aeschin. ep. 10, 4. Alles aus Rohr Gemachte; – a) der Pfeil; p. D. L. 1, 103; Leon. Tar. 12 (VI, 296). – b) Leimruthe, Apollnds. 23 (VII, 702). – c) Rohrpfeife, Hirtenpfeife; Aesch. Prom. 574; Pind. P. 12, 25 im plur.; Theocr. 20, 29 u. a. D. – d) ὑπολύριος, der Steg auf der Lyra, Ar. Ran. 233. – e) Schreibrohr, oft in Anth. – 2) das Männchen der Scheidenmuschel, die σωλήν heißt, Ath. III, 90 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δόναξ — shaken with the wind ) masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόναξ — ( ακος), ο (AM δόναξ Α και δοῡναξ και δῶναξ) 1. καλάμι, βλαστός, στέλεχος φυτού, κοτσάνι 2. οστρακόδερμο με οδοντωτά εσωτερικά χείλη νεοελλ. κόσμημα τών ραβδώσεων τών κιόνων και των παραστάδων σε σχήμα ημικυκλικής ράβδου αρχ. 1. κρεβάτι από… …   Dictionary of Greek

  • δονάκεσσι — δόναξ shaken with the wind ) masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δονάκεσσιν — δόναξ shaken with the wind ) masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δονάκων — δόναξ shaken with the wind ) masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούνακα — δόναξ shaken with the wind ) masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούνακας — δόναξ shaken with the wind ) masc acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούνακος — δόναξ shaken with the wind ) masc gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόνακα — δόναξ shaken with the wind ) masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόνακας — δόναξ shaken with the wind ) masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόνακες — δόναξ shaken with the wind ) masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”