- δόξασμα
δόξασμα, τό, das Gemeinte, die Meinung; Plat. Theaet. 158 e u. öfter; Wahn, κενά Eur. El. 383; Ruhm, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δόξασμα, τό, das Gemeinte, die Meinung; Plat. Theaet. 158 e u. öfter; Wahn, κενά Eur. El. 383; Ruhm, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δόξασμα — opinion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόξασμα — το (AM δόξασμα) 1. δοξασία 2. έπαινος, εγκώμιο αρχ. 1. φαντασία 2. δόξα … Dictionary of Greek
δόξασμα — το το να αποκτήσει κανείς δόξα, ο έπαινος, η τιμή, η αίγλη: Κι είναι δικό σου δόξασμα, δικός σου πλούτος είναι (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοξασμάτων — δόξασμα opinion neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσμασι — δόξασμα opinion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσμασιν — δόξασμα opinion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσματα — δόξασμα opinion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσματι — δόξασμα opinion neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσματος — δόξασμα opinion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՓԱՌԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0935 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c, 12c, 14c գ. δόξασμα, δόξα, ἕνδοξον, κλέος, εὑκλεία, εὑημερία glorificatio, decus եւն. Փառաւորիլն, եւ ելն. մեծարանք. պատիւ. շուք. պարծանք. փառք. իրք պանծալիք. վայելութիւն, հանդէս.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)