δόξα

δόξα

δόξα, ἡ (δοκέω), Meinung, Ansicht, Vorstellung, Erwartung; Geltung, Ruf, Ruhm. Homer zweimal: Iliad. 10, 324 σοὶ δ' ἐγὼ οὐχ ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι, οὐδ' ἀπὸ δόξης, ich werde von deiner Erwartung nicht fern sein, d. h. ich werde deine Erwartungen nicht täuschen, werde sie erfüllen, vgl. Scholl. u. Apoll. Lex. Hom. p. 60, 15, welche δό-ξης durch δοκήσεως erklären; Odyss. 11, 344 οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῠ οὐδ' ἀπὸ δόξης μυϑεῖται βασίλεια περίφρων· ἀλλὰ πίϑεσϑε , die Königin redet nicht fernab vom Ziele und von der Erwartung, d. h. ihre Worte treffen das Ziel u. die Erwartung, sie sagt was wir beabsichtigten und erwarteten. – Folgende: 1) die Meinung (Vorstellung, Ansicht, Erwartung), welche man hegt; παρὰ δόξαν Plat. Phaed. 95 a; παρὰ δόξαν ἢ ὡς αὐτὸς κατεδόκεε, anders als er erwartet hatte, Her. 1, 79. 8, 4; δόξης ἁμαρτίᾳ Thuc. 1, 32; κατὰ δόξαν, der Erwartung, Ansicht nach, Plat. Gorg. 469 c; κατά γε τὴν ἐμὴν δόξαν, wenigstens nach meiner Ansicht, Phil. 32 c, wie δόξῃ γοῦν ἐμῇ Soph. Tr. 715; ὡς ἡ ἐμὴ δόξα Plat. Rep. IV, 435 d. Bei den Philosophen, bes. den Akademikern, = Vorstellung, Meinung, im Ggstz des Wahren u. Wirklichen; ἀντὶ δόξης ἀλήϑειαν Plat. Conv. 218 e; vgl. Arist. Eth. Nic. 6, 9, 10. wie auch Antiph. 3 β 2 δόξῃ καὶ μὴ ἀληϑείᾳ τὴν κρίσιν ποιήσασϑαι sagt; im Ggstze von γνῶσις Plat. Rep. V, 478 c; dah. geradezu = Vorurtheil, Wahn, Einbildung; Aesch. Ch. 1053; von einer Traumerscheinung, Eur. Rhes. 780; πλήϑους δόξαν παρέχειν Xen. Cyr. 6, 3, 30, den Schein der Menge erregen, zahlreich zu sein scheinen. Doch auch allgem., Ansicht über etwas; περί τινος, Plat., der ψευδεῖς καὶ ἀληϑεῖς δόξαι entgegensetzt, Phil. 37. b u. öfter; δόξαν παρεῖχε τοῖς πολεμίοις μὴ ποιήσεσϑαι μάχην, er brachte ihnen die Meinung bei, Xen. Hell. 7, 5, 21; ἔστιν οἷς δόξαν παράσχοιντ' ἄν, ὡς μανικῶς ἔχοντες, sie machten sie von sich glauben, daß, Plat. Soph. 216 d, u. A. Auch der Beschluß; δόξα κεῖται Eur. Troad. 179; bes. Lehrsätze der Philosophen, Arist. Metaphys. 3, 6; αἱ κύριαι δόξαι, des Epikur, Cic. fin. 2, 7. – 2) die Meinung, in der man bei Anderen steht; B. A. 242 ὁ παρὰ τῶν πολλῶν ἔπαινος (Ruf), εὔκλεια ἡ δόξα παρὰ τῶν ἀγαϑῶν; Ruhm, σεμναί Aesch. Eum. 351; Soph. O. C 259; ἡ παρὰ τῶν ἀνϑρώπων δ. Plat. Phaedr. 232 a; σεμνὴν δ. λαβεῖν Polit. 290 d; δόξαν εἶχον ἄμαχοι εἶναι, sie standen in dem Rufe, daß sie unüberwindlich seien, Menex. 241 b; Plut. Thes. 3; δόξαν ἔχουσιν ὥς εἰσι ϑαυμαστοί Dem. 2, 17. Selten im schlimmen Sinne: δόξα φαύλη Dem. 24, 205; αἰσχρὰν περιάπτειν τῇ πόλει Lept. 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δόξα — δόξᾱ , δόξα expectation fem nom/voc/acc dual δόξᾱ , δόξα expectation fem nom/voc sg (doric aeolic) δοκέω expect aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δόξα —         (doxa) (греч.) мнение; видимость; недостоверное суждение.         см. Мнение и знание. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов …   Философская энциклопедия

  • δόξᾳ — δόξαι , δόξα expectation fem nom/voc pl δόξᾱͅ , δόξα expectation fem dat sg (doric aeolic) δόξαι , δοκέω expect aor imperat mid 2nd sg δόξαι , δοκέω expect aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόξα — I Μυστική εφημερίδα της Κατοχής (1941 44). Αριθμεί 99 φύλλα, καθώς και ορισμένα που εκδόθηκαν μετά την απελευθέρωση. Ο ιδρυτής της Κωνσταντίνος Περρίκος εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. II Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • δόξα — η 1. τιμή, φήμη, καλή υπόληψη: Αυτός ο ηθοποιός στα νιάτα του γνώρισε μεγάλη δόξα. 2. το ουράνιο τόξο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'δοξα — ἔδοξα , δοκέω expect aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόξας — δόξᾱς , δόξα expectation fem acc pl δόξᾱς , δόξα expectation fem gen sg (doric aeolic) δόξᾱς , δοκέω expect aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) δοκέω expect aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάσας — δοξά̱σᾱς , δοξάζω think fut part act fem acc pl (doric) δοξά̱σᾱς , δοξάζω think fut part act fem gen sg (doric) δοξάσᾱς , δοξάζω think aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) δοξά̱σᾱς , δοκέω expect aor part act fem acc pl (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόξαι — δόξα expectation fem nom/voc pl δόξᾱͅ , δόξα expectation fem dat sg (doric aeolic) δοκέω expect aor imperat mid 2nd sg δοκέω expect aor inf act δόξαῑ , δοκέω expect aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάμενον — δοξά̱μενον , δοξάζω think fut part mid masc acc sg (doric aeolic) δοξά̱μενον , δοξάζω think fut part mid neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) δοκέω expect aor part mid masc acc sg δοκέω expect aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόξαν — δόξᾱν , δόξα expectation fem acc sg (doric aeolic) δοκέω expect aor part act neut nom/voc/acc sg δοκέω expect aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”