- δόμα
δόμα, τό, das Gegebene, Geschenk, Plat. defin. 415 b; Plut.; N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δόμα, τό, das Gegebene, Geschenk, Plat. defin. 415 b; Plut.; N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δόμα — gift neut nom/voc/acc sg δόμᾱ , δομάω pres imperat act 2nd sg δόμᾱ , δομάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμα — το (AM δόμα, Μ και δόσμα[ν]) δώρο, δωρεά μσν. 1. προσφορά, αφιέρωμα 2. χτύπημα αρχ. πληρωμή … Dictionary of Greek
δομάτων — δόμα gift neut gen pl δομά̱των , δομάω pres imperat act 3rd pl δομά̱των , δομάω pres imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμασι — δόμα gift neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόμασιν — δόμα gift neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόματα — δόμα gift neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόματι — δόμα gift neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόματος — δόμα gift neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
даниѥ — ДАНИ|Ѥ (44), ˫А 1.Вручение, выплата, отдавание: и сщ҃еньными мл҃твами запе(ча)тлѣньнаго ѡбрѹчени˫а, даниѥмъ залога раздрѣшити. (δόσει) КР 1284, 245б; николи же таковомѹ ѡбрѹчению. даниѥмъ даровъ раз(д)рѣшитисѩ. (ταῖς... δόσεσιν) Там же, 247а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
ԱՒԱՆԴՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0390 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c գ. παράδοσις traditio, δόγμα decretum Աւանդելն, աւանդիլն, եւ աւանդեալն բան. որպէս վարդապետութիւն, ուսումն, օրէնք, պատուիրան, սովորուիւն եւ այն. եւ այն՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)