δόκημα

δόκημα

δόκημα, τό, Erscheinung; νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων Eur. Herc. Fur. 111; Schein, τὰ δοκήμασιν σοφά Troad. 411.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δόκημα — δόκημα, το (Α) [δοκώ] 1. όραμα, φάντασμα («δοκήματα ὀνείρων») 2. γνώμη, προσδοκία 3. η επιφανειακή όψη τών πραγμάτων («οἱ δοκήμασιν σοφοί») …   Dictionary of Greek

  • δόκημα — vision neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκημάτων — δόκημα vision neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκήμασι — δόκημα vision neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκήμασιν — δόκημα vision neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”