- δωρο-τελέω
δωρο-τελέω, Geschenke zollen, sein Gelübde bezahlen, Orac. bei Dem. 48, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δωρο-τελέω, Geschenke zollen, sein Gelübde bezahlen, Orac. bei Dem. 48, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… … Dictionary of Greek