δωρητήρ, ῆρος, ὁ, Schenker, Geber, Leon. Tar. 14 (VI, 305).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δωρητῆρες — δωρητήρ giver masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρητῆρος — δωρητήρ giver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)