δωρητικός

δωρητικός

δωρητικός, = δωρηματικός, Plat. Soph. 223 c; Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δωρητικός — δωρητικός, ή, όν (AM) 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στη δωρεά 2. αυτός που έχει την τάση να δωρίζει …   Dictionary of Greek

  • δωρητικός — concerned with giving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρητικόν — δωρητικός concerned with giving masc acc sg δωρητικός concerned with giving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρητικοί — δωρητικός concerned with giving masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρητικούς — δωρητικός concerned with giving masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρητική — δωρητικός concerned with giving fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρητικήν — δωρητικός concerned with giving fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρητικῶς — δωρητικός concerned with giving adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”