δωρητός

δωρητός

δωρητός, adject. verb. von δωρέω: – 1) beschenkbar; Hom. einmal, Iliad. 9, 526 δωρητοί τε πέλοντο παράρρητοί τ' ἐπέεσσιν, sie nahmen Geschenke und ließen sich überreden. – 21 geschenkt; Soph. O. R. 384; Plut. Cor. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δωρητός — open to gifts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρητός — ή, ό (AM δωρητός, ή, όν) αυτός που δίνεται ως δώρο («δωρητὸν οὑκ αἰτητόν») νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δωρήσει αρχ. αυτός που δέχεται δώρα, που δωροδοκείται …   Dictionary of Greek

  • δωρητόν — δωρητός open to gifts masc/fem acc sg δωρητός open to gifts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρητοί — δωρητός open to gifts masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοδώρητος — I (4ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την Αντιόχεια. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Ιουλιανού (360 363). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου. II (Στεμνίτσα, Γορτυνία 1787 – Αθήνα 1843). Επίσκοπος Βρεσθένης, αγωνιστής του 1821. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • πατροδώρητος — ον, Α αυτός που δωρήθηκε από τον πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + δώρητος (< δωρῶ), πρβλ. θεο δώρητος] …   Dictionary of Greek

  • ετοιμοδώρητος — ἑτοιμοδώρητος, ον (Μ) 1. ο έτοιμος, ο πρόθυμος σε δωρεές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτοιμοδώρητον η εκούσια, η πρόθυμη προσφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + δωρητός] …   Dictionary of Greek

  • ευδώρητος — εὐδώρητος, ον (Α) αυτός που έχει λάβει άφθονα δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δωρητος (< δωρούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • σεβαστοδώρητος — ον, Α (για αγώνα) ο εξουσιοδοτημένος με αυτοκρατορική άδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + δωρητός (< δωρῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”