δωρητός — open to gifts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρητός — ή, ό (AM δωρητός, ή, όν) αυτός που δίνεται ως δώρο («δωρητὸν οὑκ αἰτητόν») νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δωρήσει αρχ. αυτός που δέχεται δώρα, που δωροδοκείται … Dictionary of Greek
δωρητόν — δωρητός open to gifts masc/fem acc sg δωρητός open to gifts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρητοί — δωρητός open to gifts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοδώρητος — I (4ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την Αντιόχεια. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Ιουλιανού (360 363). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου. II (Στεμνίτσα, Γορτυνία 1787 – Αθήνα 1843). Επίσκοπος Βρεσθένης, αγωνιστής του 1821. Μετά… … Dictionary of Greek
πατροδώρητος — ον, Α αυτός που δωρήθηκε από τον πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + δώρητος (< δωρῶ), πρβλ. θεο δώρητος] … Dictionary of Greek
ετοιμοδώρητος — ἑτοιμοδώρητος, ον (Μ) 1. ο έτοιμος, ο πρόθυμος σε δωρεές 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτοιμοδώρητον η εκούσια, η πρόθυμη προσφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + δωρητός] … Dictionary of Greek
ευδώρητος — εὐδώρητος, ον (Α) αυτός που έχει λάβει άφθονα δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δωρητος (< δωρούμαι)] … Dictionary of Greek
σεβαστοδώρητος — ον, Α (για αγώνα) ο εξουσιοδοτημένος με αυτοκρατορική άδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + δωρητός (< δωρῶ)] … Dictionary of Greek