- δωριστί
δωριστί, auf dorisch, nach dorischer Sitte, in dorischer Mundart; in dorischer Tonart, Plat. Lach. 188 d u. öfter; Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δωριστί, auf dorisch, nach dorischer Sitte, in dorischer Mundart; in dorischer Tonart, Plat. Lach. 188 d u. öfter; Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Δωριστί — in Dorian fashion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωριστί — in Dorian fashion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωριστί — επίρρ. (AM δωριστί) 1. στη γλώσσα τών Δωριέων, κατά τη διάλεκτο τών Δωριέων 2. κατά τον τρόπο τών Δωριέων 3. κατά τον μουσικό τρόπο τών Δωριέων … Dictionary of Greek
στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… … Dictionary of Greek