δωρισμός

δωρισμός

δωρισμός, , dorischer Dialekt, Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Δωρισμός — speaking in the Doric dialect masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δωρισμόν — Δωρισμός speaking in the Doric dialect masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορισμός — Πράξη του αρμόδιου οργάνου με την οποία ένα πρόσωπο τοποθετείται σε ένα δημόσιο λειτούργημα, μια δημόσια υπηρεσία ή την υπηρεσία ενός ιδρύματος, της τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ. Για τους ιδιωτικούς φορείς συνήθως δεν χρησιμοποιείται ο όρος δ., αλλά …   Dictionary of Greek

  • τέλθος — ους, τὸ, Α (ποιητ. τ.) χρέος, οφειλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος πιθ. κατά τα ἄχθος, πλῆθος. Ο σχηματισμός του τ. εκλαμβάνεται ως δωρισμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”