- δωρύττομαι
δωρύττομαι, dor. = δωρέομαι, Theocr. 7, 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δωρύττομαι, dor. = δωρέομαι, Theocr. 7, 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δωρύττομαι — (Α) (δωρ. τ.) δωρίζω, χαρίζω … Dictionary of Greek
δωρύττομαι — pres ind mp 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)