- μαχομένως
μαχομένως, widerstreitend, widersprechend, λέγειν, S. Emp. adv. gramm. 281, εἴρηται, Strab. 2, 1, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχομένως, widerstreitend, widersprechend, λέγειν, S. Emp. adv. gramm. 281, εἴρηται, Strab. 2, 1, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχομένως — (Α) με τρόπο πολεμικό, αγωνιστικά, εριστικά («ψευδῶς ἢ μαχομένως εἴρηται», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από μαχόμενος, μτχ. τού μάχομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
μαχομένως — μάχομαι fight pres part mp masc acc pl (doric) μαχομένως self contradictorily indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)