μαχλικός

μαχλικός

μαχλικός, dem μάχλος eigen, unkeusch, λόγοι, Maneth. 4, 184.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαχλικός — μαχλικός, ή, όν (Α) [μάχλος] αυτός που μοιάζει με μάχλο …   Dictionary of Greek

  • μαχλικῶν — μαχλικός like a fem gen pl μαχλικός like a masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”