- μαχαιρίς
μαχαιρίς, ίδος, ἡ, dim. zu μάχαιρα, Ar. Equ. 410, kleines Messer, Scheermesser; neben ξυρόν, als Werzeug des Barbiers genannt, Luc. adv. indoct. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχαιρίς, ίδος, ἡ, dim. zu μάχαιρα, Ar. Equ. 410, kleines Messer, Scheermesser; neben ξυρόν, als Werzeug des Barbiers genannt, Luc. adv. indoct. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχαιρίς — cleaver fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίδα — μαχαιρίς cleaver fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίδας — μαχαιρίς cleaver fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίδες — μαχαιρίς cleaver fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίδι — μαχαιρίς cleaver fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίδος — μαχαιρίς cleaver fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίδων — μαχαιρίς cleaver fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίσι — μαχαιρίς cleaver fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίδ' — μαχαιρίδα , μαχαιρίς cleaver fem acc sg μαχαιρίδι , μαχαιρίς cleaver fem dat sg μαχαιρίδε , μαχαιρίς cleaver fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek
μαχαιρίδα — η (Α μαχαιρίς, ίδος) νεοελλ. μαχαιρίδιο, μαχαιράκι αρχ. 1. το πλατύ και βαρύ μαχαίρι τών κρεοπωλών 2. πολεμικό όπλο, σπαθί ή ξίφος 3. (γενικά) το μαχαίρι («τέμνοντα τῇ μαχαιρίδι τὰ φαρμασσόμενα τῶν κρεῶν», Πλούτ.) 4. ξυράφι τού κουρέα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek