- μαχαιρο-δέτης
μαχαιρο-δέτης, ὁ, der Riemen, an dem man das Messer od. den Säbel trägt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχαιρο-δέτης, ὁ, der Riemen, an dem man das Messer od. den Säbel trägt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηχανοδέτης — μηχανοδέτης, ὁ (Α) τεχνίτης ο οποίος συναρμολογεί μηχανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + δέτης (< δέω «δένω») πρβλ. λαιμο δέτης, μαχαιρο δέτης] … Dictionary of Greek
σφυροδέτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) (κυρίως στον πληθ.) σφυροδέται «ἡ λέξις παρὰ τοῑς τὰ ἱπποτροφικά». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. μαχαιρο δέτης] … Dictionary of Greek