- μαχαιρίδιον
μαχαιρίδιον, τό, dim. zu μάχαιρα, ϑυτικόν, kleines Opfermesser, Luc. Pisc. 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχαιρίδιον, τό, dim. zu μάχαιρα, ϑυτικόν, kleines Opfermesser, Luc. Pisc. 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχαιρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιριδίοις — μαχαιρίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιριδίων — μαχαιρίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιριδίῳ — μαχαιρίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίδια — μαχαιρίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίδιο — το (ΑM μαχαιρίδιον) [μάχαιρα] μικρό μαχαίρι, μαχαιράκι («μύρον καὶ μαχαιρίδιον θυτικόν», Ευστ.) νεοελλ. 1. ο σουγιάς 2. μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι 3. φρ. «μαχαιρίδιο ηλεκτρικό» χειρουργικό όργανο με το οποίο προκαλείται τομή ή πήξη τών… … Dictionary of Greek