- μαχισμός
μαχισμός, ὁ, = μαχησμός, erst Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχισμός, ὁ, = μαχησμός, erst Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχισμός — ο [μαχίζομαι] (φιλοσ.) υποκειμενική ιδεαλιστική τάση τής φιλοσοφίας η οποία ανήκει στο ρεύμα τού εμπειριοκριτισμού … Dictionary of Greek