βαφή — dipping fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… … Dictionary of Greek
βαφή — η 1. το μπογιάτισμα, ο χρωματισμός, το βάψιμο: Η βαφή των μαλλιών μου έγινε προσεχτικά. 2. το χρώμα, η μπογιά: Το δωμάτιο του παιδιού χρωματίστηκε με ειδική, οικολογική βαφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαφῇ — βάπτω dip aor subj pass 3rd sg βαφῆι , βαφεύς a dyer masc dat sg (epic ionic) βαφή dipping fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαῖς — βαφή dipping fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαῖσι — βαφή dipping fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφαί — βαφή dipping fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφήν — βαφή dipping fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφῶν — βαφή dipping fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
Baphomet — For other uses, see Baphomet (disambiguation). The 19th century image of a Sabbatic Goat, created by Eliphas Lévi. The arms bear the Latin words SOLVE (dissolve) and COAGULA (congeal). Baphomet (English pronunciation: /ˈbæfɵmɛt/, from … Wikipedia