- βαφεῖον
βαφεῖον, τό, die Färberei, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαφεῖον, τό, die Färberei, Strab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαφεῖον — dyer s house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφεῖα — βαφεῖον dyer s house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφείων — βαφεῖον dyer s house neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφείο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σπάρτης. Το Β. απέχει 6 χλμ. από τη Σπάρτη και είναι γνωστό για τον μεγάλο θολωτό μυκηναϊκό τάφο που βρίσκεται στην… … Dictionary of Greek
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek