- βαφικός
βαφικός, zum Färben gehörig, βοτάνη Luc. Alex. 12; ἡ βαφική, die Färbekunst, Plut. Lac. apophth. p. 224.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαφικός, zum Färben gehörig, βοτάνη Luc. Alex. 12; ἡ βαφική, die Färbekunst, Plut. Lac. apophth. p. 224.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαφικός — fit for dyeing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφικός — ή, ό (AM βαφικός, ή, όν) [βαφή] ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί στη βαφή, ως χρωστική ουσία («βαφικά βότανα», «βαφικές ουσίες») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βαφικά, τα τα απαραίτητα σύνεργα και υλικά για να βαφτεί ο ηθοποιός πριν απ την… … Dictionary of Greek
βαφικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με βαφή ή είναι κατάλληλος για βαφή: Άνοιξε μαγαζί με βαφικές ύλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαφικά — βαφικός fit for dyeing neut nom/voc/acc pl βαφικά̱ , βαφικός fit for dyeing fem nom/voc/acc dual βαφικά̱ , βαφικός fit for dyeing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφικῶν — βαφικός fit for dyeing fem gen pl βαφικός fit for dyeing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφικόν — βαφικός fit for dyeing masc acc sg βαφικός fit for dyeing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφικοῦ — βαφικός fit for dyeing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφικῆς — βαφικός fit for dyeing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφικῇ — βαφικός fit for dyeing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφική — βαφικός fit for dyeing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαφικήν — βαφικός fit for dyeing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)