- μαχεούμενος
μαχεούμενος, = μαχόμενος, μαχειόμενος, Od. 11, 403. 24, 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχεούμενος, = μαχόμενος, μαχειόμενος, Od. 11, 403. 24, 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχεούμενος — μάχομαι fight pres part mid masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)