δυνάστευμα

δυνάστευμα

δυνάστευμα, τό, Reich, Provinz, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δυνάστευμα — το (AM δυνάστευμα) [δυναστεύω] νεοελλ. καταδυνάστευση, δεσποτεία αρχ. 1. η αποδοτικότητα ενός τόπου σε φυσικό πλούτο 2. οι φυσικοί πόροι ενός τόπου …   Dictionary of Greek

  • δυναστεύματα — δυνάστευμα natural resources neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”