δυνάστης

δυνάστης

δυνάστης, , der Mächtige, Vornehme im Staate; ἄνδρες Her. 2, 32; so heißt bei Soph. Ant. 601, ch. ἀγήρῳ χρόνῳ δ. Zeus; bei Aesch. Ag. 6 sind λαμπροὶ δ. φέροντες χεῖμα καὶ ϑέρος βροτοῖς die Gestirne, Sonne u. Mond. Bestimmter: einzelne Familien, die tyrannisch im Staate herrschen, vgl. δυνα-στεία; so vrbdt Plat. τυράννων καὶ βασιλέων καὶ δ., Gorg. 525 d. Bei Pol. heißen so bes. kleinere Fürsten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Δυνάστης — lord masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνάστης — lord masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δυνάστῃς — Δυνάστης lord masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνάστῃς — δυνάστης lord masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνάστης — (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό …   Dictionary of Greek

  • δυνάστης — ο 1. τυραννικός ηγεμόνας. 2. μτφ., αυταρχικός ή καταπιεστικός άνθρωπος: Ο άντρας που παντρεύτηκε είναι σωστός δυνάστης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυνάσται — δυνάστης lord masc nom/voc pl δυνάστᾱͅ , δυνάστης lord masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δύναστα — Δυνάστης lord masc voc sg Δυνάστης lord masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДИНАСТ —    • Δυνάστης (δυναστεία),          властелин. По древнему понятию, напр. у Геродота, этим словом обозначались небольшие властители в негреческих землях. Аристотель употребляет это слово для обозначения особой формы государственного правления,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Δυναστέων — Δυνάστης lord masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστέων — δυνάστης lord masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”