- δυνάστις
δυνάστις, ιδος, ἡ, fem. zu δυνάστης, Demetr. Phal. § 811.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυνάστις, ιδος, ἡ, fem. zu δυνάστης, Demetr. Phal. § 811.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυνάστιδες — δύναστις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάστης — (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό … Dictionary of Greek
δύνασθ' — δύνασθε , δύναμαι to be able pres imperat mp 2nd pl δύνασθε , δύναμαι to be able pres ind mp 2nd pl δύνασθαι , δύναμαι to be able pres inf mp δύνασθε , δύναμαι to be able imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) δύναστι , δύναστις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)