δυνάστωρ

δυνάστωρ

δυνάστωρ, ορος, ὁ, = δυνάστης, Eur. I. A. 280.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δυνάστωρ — ( ορος), ο (Α) δυνάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δυνάστης] …   Dictionary of Greek

  • δυνάστορες — δυνάστωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”