δυνητικὸς

δυνητικὸς

δυνητικὸς σύνδεσμος, potentialis; Schol. Theocr. 1, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δυνητικός — potential masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνητικός — ή, ό (AM δυνητικός, ή, όν) αυτός που εκφράζει το δυνατό, τη δυνατότητα ή πιθανότητα …   Dictionary of Greek

  • δυνητικός, -ή — ό επίρρ. ά αυτός που μπορεί να γίνει ή να μη γίνει: Δυνητικές διατάξεις του νόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυνητικόν — δυνητικός potential masc acc sg δυνητικός potential neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνητικοῖς — δυνητικός potential masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνητικοί — δυνητικός potential masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνητικούς — δυνητικός potential masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”