- βαυβαλίζω
βαυβαλίζω, = βαυκαλίζω, Alexis in B. A. 85, cod. βαβαλίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαυβαλίζω, = βαυκαλίζω, Alexis in B. A. 85, cod. βαβαλίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαυβαλίσαι — βαυβαλίζω aor inf act βαυβαλίσαῑ , βαυβαλίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαβαλίζω — (Α βαυβαλίζω, Μ βαβαλίζω) [βαυβώ] κουνάω το μωρό και σιγοτραγουδάω για να κοιμηθεί, νανουρίζω νεοελλ. περιποιούμαι … Dictionary of Greek