δυναστεύω — hold power pres subj act 1st sg δυναστεύω hold power pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστεύω — δυναστεύω, δυνάστευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δυναστεύω — (AM δυναστεύω) [δυνάστης] μσν. νεοελλ. καταδυναστεύω, κυριαρχώ, δεσπόζω μσν. 1. πιέζω, εξαναγκάζω 2. βιάζω γυναίκα 3. βασανίζω, κακομεταχειρίζομαι 4. παίρνω με τη βία 5. συγκρατώ, εμποδίζω 6. (αμτβ.) προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου 7. (η μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
δυναστεύω — είμαι δυνάστης, κυβερνώ καταπιεστικά, τυραννικά: Ορισμένοι μονάρχες δυνάστευαν τους υπηκόους τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυναστεύσει — δυναστεύω hold power aor subj act 3rd sg (epic) δυναστεύω hold power fut ind mid 2nd sg δυναστεύω hold power fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστεύσῃ — δυναστεύω hold power aor subj mid 2nd sg δυναστεύω hold power aor subj act 3rd sg δυναστεύω hold power fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστεύῃ — δυναστεύω hold power pres subj mp 2nd sg δυναστεύω hold power pres ind mp 2nd sg δυναστεύω hold power pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστευομένων — δυναστεύω hold power pres part mp fem gen pl δυναστεύω hold power pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστευσάντων — δυναστεύω hold power aor part act masc/neut gen pl δυναστεύω hold power aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστευόμενον — δυναστεύω hold power pres part mp masc acc sg δυναστεύω hold power pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστευόντων — δυναστεύω hold power pres part act masc/neut gen pl δυναστεύω hold power pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)