- δυναστευτικός
δυναστευτικός, den δυνάστης betreffend, Arist, pol. 2, 10 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυναστευτικός, den δυνάστης betreffend, Arist, pol. 2, 10 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυναστευτικός — arbitrary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστευτικός — ή, ό (AM δυναστευτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη, δεσποτικός, τυραννικός … Dictionary of Greek
δυναστευτικόν — δυναστευτικός arbitrary masc acc sg δυναστευτικός arbitrary neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστευτικῇ — δυναστευτικός arbitrary fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστευτική — δυναστευτικός arbitrary fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστευτικήν — δυναστευτικός arbitrary fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστευτικῶς — δυναστευτικός arbitrary adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)