βαυκίδες

βαυκίδες

βαυκίδες, αἱ, eine Art bequemer Weiberschuhe, Alexis bei Ath. XIII, 568 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαυκίδες — βαυκίδες, αι (Α) πολυτελή γυναικεία υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαυκός, χωρίς να αποκλείεται μία σχέση με το βαυκαλώ] …   Dictionary of Greek

  • βαυκίδες — woman s shoes fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαυκίδες — Βαυκίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαυκίδας — βαυκίδες woman s shoes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαυκίδων — βαυκίδες woman s shoes fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαυκίσιν — βαυκίδες woman s shoes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОДЕЖДА —    • Vestis,     I.          Греческая одежда.          Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… …   Реальный словарь классических древностей

  • υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”