δυναστικός

δυναστικός

δυναστικός, zum δυνάστης gehörig, gewalthaberisch; τῇ δυναστικωτάτῃ καὶ τυραννικωτάτῃ τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist. pol. 6, 6 erinnert an das unter δυναστεία Gesagte.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δυναστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικός — ή, ό (AM δυναστικός, ή, όν) [δυνάστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη δυναστεία νεοελλ. βασιλικός μσν. βίαιος, καταναγκαστικός αρχ. αυθαίρετος …   Dictionary of Greek

  • δυναστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το δυνάστη ή τη δυναστεία: Ο λαός αντέδρασε στη δυναστική του εξουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυναστικώτερον — δυναστικός of adverbial comp δυναστικός of masc acc comp sg δυναστικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικῶν — δυναστικός of fem gen pl δυναστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικόν — δυναστικός of masc acc sg δυναστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικαί — δυναστικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικοῖς — δυναστικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικοί — δυναστικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικοῦ — δυναστικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστικούς — δυναστικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”